- καταλανική γλώσσα
- Βλ. λ. Καταλονία (καταλανική γλώσσα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… … Dictionary of Greek
καταλανικός — ή, ό και καταλάνικος ή κατελάνικος, η, ο (Μ καταλανικός, ή, όν) [Καταλανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Καταλωνία ή στους Καταλανούς («καταλανική γλώσσα») νεοελλ. φρ. «καταλανικό εγχειρίδιο» μικρό αμφίστομο μαχαίρι με οξύτατη αιχμή … Dictionary of Greek
Ντ’ Ορς, Εουχένιο — (Eugeni D’ Ors, Βαρκελώνη 1882 – Βιλιανουέβα ι Χελτρού 1954). Ισπανός φιλόσοφος, δοκιμιογράφος, τεχνοκρίτης και συγγραφέας. Άρχισε τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του γράφοντας στην καταλανική γλώσσα, αλλά από το 1920 έως τον θάνατό του έγραψε όλα τα … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
ρομανικές γλώσσες — Γράφεται και ρωμανικές. Για να σχηματίσουμε αντίληψη σχετικά με την καταγωγή των ρ.γ. (ή νεολατινικών) που –προερχόμενες από τη λατινική– διαμορφώθηκαν από την πρώτη περίοδο του Μεσαίωνα, είναι ανάγκη να φτάσουμε ως τη διάκριση μεταξύ της… … Dictionary of Greek
Μαραγκάλ υ Γκορίνα, Χοάν — (Joan Maragall y Gorina, Βαρκελώνη 1860 – 1911). Ισπανός συγγραφέας. Εγκατέλειψε τη δικηγορική σταδιοδρομία για να ασχοληθεί με τα γράμματα και τη δημοσιογραφία, διατελώντας γραμματέας σύνταξης του Diario de Barcelona. Υπήρξε οπαδός της… … Dictionary of Greek
νεολατινικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έθνος τού οποίου η γλώσσα προέρχεται από τη λατινική, αλλ. ρομανικός 2. αυτός που αναφέρεται σε σύγχρονους όρους, κυρίως τής επιστήμης, οι οποίοι προέρχονται από την αρχαία λατινική και χρησιμοποιήθηκαν… … Dictionary of Greek
Ανδόρα — Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης.Συνορεύει στα Β και Α με τη Γαλλία και στα Ν και Δ με την Ισπανία.Το μικρότερο κράτος του κόσμου βρίσκεται στα ανατολικά Πυρηναία. Η ύπαρξη του κρατιδίου της Α. (Valls d Andorra) είναι συνέπεια γεωγραφικών… … Dictionary of Greek
Ορς ι Ροβίρα, Ευγένιος ντ’- — (Eugenio d’ Ors y Rovira, 1882 – 1954). Ισπανός συγγραφέας. Διετέλεσε διευθυντής του υπουργείου Δημόσιας Εκπαίδευσης. Αρχικά έγραψε στην καταλανική και αργότερα στη γλώσσα της Καστίλης. Δημοσίευσε πολλά έργα τα σπουδαιότερα από τα οποία… … Dictionary of Greek